ιοστεφής

ιοστεφής
-ές
ιοστέφανος* («ιοστεφές άστυ» — η Αθήνα με τις μενεξεδένιες αποχρώσεις τού ορίζοντά της).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -στεφής (< στέφος), πρβλ. κισσο-στεφής, λευκο-στεφής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Πρωία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… …   Dictionary of Greek

  • ιοστέφανος — η, ο (Α ἰοστέφανος, ον) τόπος ή πράγμα που έχει μενεξεδένιες αποχρώσεις (α. «τα ιοστέφανα βουνά τής Αττικής» β. «ιοστέφανα άνθη», Παλαμ. γ. «ἰοστεφάνοις Ἀθήναις», Αριστοφ.) αρχ. (ποιητ. κοσμητ. επίθ. τής Αφροδίτης, τών Μουσών κ.λπ.) στεφανωμένος… …   Dictionary of Greek

  • ιόστεπτος — ἰόστεπτος, ον (Α) στεφανωμένος με ία, ιοστέφανος, ιοστεφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + στεπτος (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος, πιτύ στεπτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”